ὑγροβόλος

ὑγροβόλος
ὑγρο-βόλος, ον,
A moistening,

σταγόνες E.Fr.839.3

(anap.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υγροβόλος — ον, Α αυτός που προκαλεί υγρασία, υγραντικός («ὑγροβόλοι σταγόνες», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. μακρο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • ὑγροβόλους — ὑγροβόλος moistening masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”